- ξεστραβώνω
- ξεστράβωσα, ξεστραβώθηκα, ξεστραβωμένος1. μτβ., ισιώνω κάτι, κάνω κάτι να μην είναι στραβό.2. κάνω κάποιον να μην είναι τυφλός, του δίνω την όραση.3. μτφ., κάνω κάποιον να έχει αντίληψη, ενημερώνω, διδάσκω, μορφώνω: Μάθετε γράμματα να ξεστραβωθείτε.4. αμτβ., παύω να είμαι στραβός, ισιώνω: Στέγνωσε το σανίδι και ξεστράβωσε.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.